- ψευδόνιτρος
- και ψευδόλιτρος, -ον, Ακατασκευασμένος από νοθευμένη σόδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)-* + νίτρον* / λίτρον «σόδα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψευδονίτρου — ψευδόνιτρος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδόνιτρα — ψευδόνιτρος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδόλιτρος — ὁ, Α βλ. ψευδόνιτρος … Dictionary of Greek